- ἕρπ'
- ἕρπε , ἕρπωserpo)pres imperat act 2nd sgἕρπε , ἕρπωserpo)imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
δακετόν — και δάκετον, το (Α) θηρίο που δαγκώνει, άγριο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δάκος, το. Παράγεται (θ.) δακ , τού δακείν, απαρμφ. αορ. τού δάκνω, + (επίθημα) ετο (πρβλ. αιρ ετός, επαιν ετός, ερπ ετόν)] … Dictionary of Greek
κινωπηστής — κινωπηστής, ὁ (Α) κινώπετον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινωπ (πρβλ. κινώπ ετον) + επίθημα ηστής (πρβλ. ερπ ηστής, τευχ ηστής)] … Dictionary of Greek
Γουίλκινς, Τζορτζ Χάμπερτ — (George Humbert Wilkins, Μοντ Μπράιαν Ιστ 1888 – Φλάμλινγκαμ, Μασαχουσέτη 1958). Αυστραλός εξερευνητής. Ο Γ., όπως και ο ναύαρχος Μπερντ, εκμεταλλεύτηκε κατά τον καλύτερο τρόπο όλες τις τεχνολογικές προόδους, ανοίγοντας ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο… … Dictionary of Greek